25 Αυγ 2012

Δάνειες λέξεις από τα τουρκικά

Η μακραίωνη συμβίωση με τους Τούρκους είχε συνέπειες και στη γλώσσα μας. Τα δάνεια είναι πολλά και καλύπτουν διάφορες πτυχές της καθημερινής ζωής.

Ας τα γνωρίσουμε:


  • τόπι top (= σφαίρα)


  • ατζαμής acemi (= αδέξιος)
  • γουρλής uğurlu (= τυχερός)
  • γρουσούζης ugursuz
  • εργένης ergen (= έφηβος)
  • καβγατζής kavgaci
  • λεβέντης levend < ιταλικό leventi (= σώμα τουφεκιοφόρων ναυτών)
  • μερακλής merakli
  • μουσαφίρης misafir (= επισκέπτης, φιλοξενούμενος)
  • μπαμπάς baba (= πατέρας)
  • μπατζανάκης bacanak (= σύγγαμβρος)
  • μπεκρής bekri (= πότης)
  • μπεμπέκα bebek
  • μπουλούκος bolluk (= μέγεθος, πλήθος)
  • μπουνταλάς budala (= ανόητος)
  • νταής dayı (= θείος από τη μεριά της μητέρας)
  • νταντά dada
  • σαΐνι şahin (= γεράκι)
  • σακάτης sakat (= ανάπηρος)
  • σόι soy
  • τεμπέλης tembel (= οκνηρός)

tembel

  • τσαχπίνης çapkin (= αχρείος, άσωτος)
  • τσοπάνης çoban (= βοσκός)
  • φουκαράς fukara (= φτωχός)


  • γλεντζές eğlence
  • γλεντώ eğlenmek (= διασκεδάζω)
  • ζεϊμπέκικο < ζεϊμπέκης < zeybek
  • Καραγκιόζης karagöz (= μαυρομάτης)

Karagöz

  • κέφι keyif (= ευθυμία)
  • νταβαντούρι tevatür (= παρουσία πολλών μαρτύρων στο δικαστήριο)
  • ντόρτια dort (= τέσσερα)
  • χαβαλές havale


  • γιακάς yaka (= περιλαίμιο)
  • λεκές leke
  • μπατζάκι bacak (= μηρός)
  • μπουρνούζι burnuz < αραβικό burnus
  • παπούτσι papuç (λέξη αραβικής προέλευσης)

papuç

  • τσαρούχι carik (= σανδάλι, υπόδημα)
  • τσέπη cep


  • νάζι naz
  • ντέρτι dert (= καημός, ταλαιπωρία)


  • γκέμι gem
  • καβούκι kabuk (= περικάρπιο)
  • λελέκι leylek
  • τσακάλι çakal, λέξη ινδικής προέλευσης
  • φάκα fak (= παγίδα)


  • αμπάρι ambar (= αποθήκη)
  • καΐκι kayık

kayık

  • μαούνα mavuna ή mauna
  • μελτέμι meltem (= αεράκι)


  • γιαπί yapı
  • κασμάς kazma
  • μερεμέτι meremet
  • μουσαμάς müsemma
  • μπογιά boya (= χρώμα)
  • μπογιατζής boyaci

boyaci

  • μπογιατίζω boyadım < boyamak
  • μπουρί boru (= σωλήνας)
  • νέφτι neft < περσικό naft
  • σοβάς siva
  • σοβατζής sivaci


  • μπαγλαμάς bağlama
  • μπουζούκι buzuk
  • νταούλι davul (= τύμπανο)
  • ντέφι tef


  • ρακί / ρακή rakı < ινδικό arrak (= οινόπνευμα από ρύζι)


  • αχούρι ahir < περσικό achur
  • καζάνι kazan (= λέβητας)
  • καπάκι kapak
  • κεσές kese
  • κιόσκι köşk (= περίπτερο)
  • κουβάς kova (= κάδος)
  • λούκι oluk
  • μπρίκι ibrik
  • ντενεκές teneke
  • ντιβάνι divan < περσικό diwan (= λογιστικό βιβλίο)
  • ντουβάρι duvar (= τοίχος)
  • ντουλάπι dolap (= ερμάριο)
  • παντζούρι pancur
  • ράφι raf
  • σεντούκι sandık (= κιβώτιο)
  • σόμπα soba (= θερμάστρα)
  • ταβάνι tavan
  • ταψί tepsi (= δίσκος)

tepsi

  • τέντζερης tencere
  • τζάκι < οτζάκι < ocak (= εστία)
  • τζάμι cam
  • τσουβάλι çuval (= σάκος)
  • φαράσι faras
  • φλιτζάνι filcan
  • χαλί hali (= τάπητας)
  • χάπι hap


  • καφάσι kafes
  • καφενές kahvehane < kahve (= καφές) + hane (= σπίτι)
  • καφετζής kahveci
  • μανάβης manav
  • μπακάλης bakkal
  • νταμάρι damar (= φλέβα πετρώματος ή μετάλλου)
  • ντελάλης / τελάλης tellal (= δημόσιος κήρυκας)
  • παζάρι pazar (= αγορά)
  • σιντριβάνι şadırvan
  • χασάπης kasap (= κρεοπώλης)

kasap


  • αλάνα alan (= πέρασμα μέσα στο δάσος)
  • καλντερίμι kaldırım
  • νταλίκα talika
  • σοκάκι sokak (= δρόμος)


  • τσάντα çanta (= σακίδιο)


  • μπόι boy (= ανάστημα)
  • μπούτι but
  • σουλούπι üslup (= τρόπος)
  • τσουλούφι zülüf


  • γιαούρτι yoğurt
  • γιαρμάς yarma < yarmak (= σκίζω, χωρίζω στα δύο)
  • γιουβαρλάκια yuvarlak (= σφαιρικός)
  • γιουβέτσι guvez
  • καϊμάκι kaymak (= κρέμα)
  • κανταΐφι kadayif
  • καρπούζι karpuz
  • κασέρι kaser
  • κεμπάπ kebap (= ψητός)
  • κεφτές köfte
  • κιμάς kıyma
  • κουραμπιές kurabiye
  • λαπάς lapa (= πολτός)
  • λουκουμάς lokma
  • λουκούμι locum
  • μαγιά maya (= προζύμι)
  • μεζές meze (= ορεκτικό)
  • μουσακάς musakka

musakka

  • μπαγιάτικος bayat
  • μπακλαβάς baklava
  • μπάμια bamya
  • μπαχάρι bahar (= άρωμα)
  • μπουγάτσα bogaca < ιταλικό focaccia (= γλύκισμα)
  • μπουρέκι börek
  • μπριάμ biriam
  • ντολμάς dolma (= γεμιστός)
  • παντζάρι pancar (= τεύτλο)
  • πετιμέζι pekmez
  • πιλάφι pilav
  • ταραμάς tarama
  • τζατζίκι cacık
  • τουλούμπα tulumba
  • τουρλού türlü (= τα διάφορα)
  • τουρσί turşu
  • τσουρέκι çörek
  • φιρίκι ferik
  • φραντζόλα francala (= λευκός άρτος)

francala

  • χαβιάρι havyar
  • χαλβάς halva


  • γιασεμί yasemin < περσικό jasamin
  • μενεξές menekşe (= βιολέτα)

menekşe

  • μπαξές bahçe (= κήπος)
  • μποστάνι bostan (= λαχανόκηπος)


  • κουβαρντάς hovarda (= άσωτος, σπάταλος)
  • παράς para
  • ρουσφέτι rüşvet (= δωροδοκία)
  • τζάμπα caba (= δωρεάν)
  • τσιγκούνης cingane (= Τσιγγάνος)
  • τσιφούτης çıfıt (= Εβραίος)
  • χαρτζιλίκι harçlık (= πρόχειρα χρήματα τσέπης)


  • αγιάζι ayaz
  • αλισβερίσι alışveriş (= πάρε δώσε)
  • αμάν aman
  • ασκέρι asker (= στρατιώτης, σώμα στρατού)
  • άχτι ahd (= υποχρέωση, υπόσχεση)
  • Βαλκάνια balkan (= ψηλή και δασώδης οροσειρά)
  • γούρι uğur (= τύχη)
  • ζόρι zor (= δυσκολία)
  • καβγάς kavga
  • καβουρδίζω kavurdim < kavurmak
  • κελεπούρι kelepir
  • κοτζάμ kocam, συγκεκομμένος τύπος του kocaman (= πολύ μεγάλος, πελώριος)
  • μαράζι maraz
  • μαραφέτι marifet
  • μαρκούτσι marpuc
  • μεράκι merak
  • μπαγλαρώνω bagladim < baglamak (= δένω)
  • μπελαλίδικος belali (= επικίνδυνος)
  • μπελάς bela (= συμφορά)
  • μπερντάκι perdah
  • μπιτ bit
  • μπόλικος bol (= άφθονος)
  • μπουλούκι boluk (= συντροφιά, λόχος)
  • μπουχτίζω bıktım < bıkmak (= βαριέμαι)
  • ντάλα dal (= ακριβώς)
  • ντε de
  • ντιπ dip
  • ντουντούκα duduk (= φλογέρα)

duduk


  • ουστ ost
  • πεσκέσι peskes (= δώρο)
  • ρεζίλι rezil (= αισχρός)
  • ρούπι rup
  • σαματάς samata (= θόρυβος)
  • σαστίζω sastim < sasmak (= εκπλήσσομαι)
  • σορολόπ sorolop
  • στράφι israf (= σπατάλη)
  • ταμπλάς damla
  • τερτίπι tertip (= σχέδιο, σύστημα)
  • τζίνι cin (= πονηρό πνεύμα), λέξη αραβικής προέλευσης
  • τουλούμι tulum (= ασκός)
  • τουφέκι < τυφέκιον < tüfek
  • τσαντίζω catismak (= συγκρούομαι)
  • φιρί φιρί firil firil (= κυκλικά)
  • χαΐρι hayır (= καλό, αγαθό)
  • χαλάλι helal (= νόμιμος)
  • χάλι hal (= κατάσταση)
  • χαμπάρι haber (= είδηση)
  • χατίρι hatir (= χάρη)
  • χουζούρι huzur (= άνεση)
  • χούι huy (= έξη, συνήθεια)


ΕΙΚΟΝΕΣ: laurenportertsi6.iobloggo.com, hidabroot.org, thenewwallet.com, lifo.gr, ameblo.jp, venusinox.gr, blablatoys.gr, flymetothemoontravel.com, newsit.gr, filiatrablog.blogspot.com, e-wall.net

Δάνειες λέξεις από τα ιταλικά

Οι σχέσεις μας με τους Ιταλούς χρονολογούνται από τον 16ο αι., όταν πολλοί Έλληνες λόγιοι κατέφυγαν στην περιοχή της Ιταλίας, που τότε ήταν το πνευματικό κέντρο της Αναγέννησης.

Ο δανεισμός ανάμεσα στις δύο γλώσσες υπήρξε σημαντικός και τα ιταλικά επηρέασαν τα ελληνικά σε πάρα πολλούς τομείς της καθημερινότητας.

Ας δούμε τα δάνειά μας, ομαδοποιημένα σε κατηγορίες:


  • μπάλα balla (= δέσμη) < palla


  • άγαρμπος α- στερητικό + garbo (= χάρη, ευγένεια)
  • αρτίστας artista (= καλλιτέχνης)
  • βέρος vero (= αληθινός, γνήσιος, πραγματικός)
  • Εγγλέζος Ingleso
  • καβαλιέρος cavaliere (= ιππέας, ιππότης) < λατινικό caballarius (= ιππέας)
  • καπάτσος capace
  • κοπέλα coppella
  • λέτσος lezzo (= δυσωδία)
  • μάγκας mango (= σωματέμπορος)
  • μοντέρνος moderno < λατινικό modernus < modo (= πρόσφατα, τελευταία)
  • μπάρμπας barba (= γενειάδα, ηλικιωμένος και σεβάσμιος άνθρωπος) < λατινικό barba (= γενειάδα)
  • μπόμπιρας bombero

bombero

  • μπράβος bravo (= έξοχος, θαρραλέος)
  • ντάμα dama < λατινικό domina (= κυρία, οικοδέσποινα)
  • νταρντάνα tartana (= είδος μεγάλου πλοίου)
  • πορτιέρης portiere < λατινικό porta
  • ρέστος resto < λατινικό resto (= υπολείπομαι)
  • ρομαντικός romantico < γαλλικό romantique < αρχαίο γαλλικό romans < λατινικό romanice < Romanus (= Ρωμαίος)
  • σβέλτος svelto (= ευκίνητος)
  • σίγουρος sicuro (= σίγουρος, ασφαλής) < λατινικό securus
  • σκάρτος scarto (= απόρριψη)
  • σκερτσόζος scherzoso
  • φορτσάτος forzato
  • φουριόζος furioso (= μανιακός, τρελός)


  • ακόρντο accordo
  • αρλεκίνος arlecchino
  • ατάκα attacca
  • βεντέτα vedetta (= καλλιτέχνης με μεγάλη φήμη)
  • βόλτα volta (= στροφή, φορά, σειρά, τάξη)
  • γιρλάντα ghirlanda
  • εβίβα evviva (= ζήτω, εύγε)
  • καράφα caraffa < αραβικό gharrafa (= φλασκί)
  • κολομπίνα colombina (= περιστεράκι) < colomba (= περιστέρι)
  • κομπάρσος comparsa < comparire (= εμφανίζομαι) < λατινικό compareo (= φαίνομαι)
  • κονσέρτο / κοντσέρτο concerto (= άμιλλα φωνών)
  • μαέστρος maestro
  • μπαλαρίνα ballarina < ballare (= χορεύω)
  • μπαλέτο balletto < ballo (= χορός)

balletto

  • μπάντα banda < αρχαίο γερμανικό bant
  • μπιλιάρδο bigliardo
  • μπρίο brio (= ζωηρότητα)
  • ντουέτο duetto (= διωδία) < λατινικό duo (= δύο)
  • όπερα opera, από τη φράση opera in musica (= έργο σε μουσική) < λατινικό opera (= εργασία, έργο)
  • παλέτα paletta < pala (= φτυάρι)
  • παλιάτσος pagliaccio
  • πασιέντζα pazienza (= υπομονή, καρτερία)
  • πιανίστας pianista
  • πρόβα prova (= δοκιμή) < λατινικό probo (= δοκιμάζω)
  • ρακέτα racchetta < γαλλικό raquette < αραβικό rahah (= παλάμη)
  • σιγοντάρω secondare
  • σκάκι scacco (= ζατρίκιο)
  • στάμπα stampa
  • στούντιο studio < λατινικό studium (= σπουδή) < studeo (= σπουδάζω)
  • τέμπερα tempera < λατινικό tempero (= αναμιγνύω)
  • τενόρος tenore < λατινικό tenor,-oris (= συνέχεια, διάρκεια) < teneo (= κρατώ)
  • τραμπάλα traballare (= ταλαντεύομαι)
  • τσίρκο circo < λατινικό circus (= κύκλος)
  • φάλτσος falso (= λανθασμένος, ψευδής, παραποιημένος)
  • φάρσα farsa (= κωμικό παιχνίδι) < γαλλικό farce
  • φινάλε finale < λατινικό finis (= τέλος, όριο)
  • φίρμα firma (= υπογραφή) < firmare < λατινικό firmus (= στέρεος, σταθερός)


  • γκαρνταρόμπα guardaroba
  • γραβάτα cravatta < γαλλικό Cravate (= Κροάτης), επειδή αρχικά χρησιμοποιήθηκε από τους Κροάτες ιππείς
  • κάλτσα calza
  • καπέλο capello

capello

  • κολάρο collaro
  • κορδέλα cordella
  • κουστούμι < κοστούμι < costume (= συνήθεια, κουστούμι)
  • λουστρίνι lustrino (= γυαλιστερό) < lustro
  • παλτό palto < γαλλικό paletot < αρχαίο αγγλικό paltok
  • παντελόνι < πανταλόνι < pantaloni < γαλλικό pantalon
  • ρόμπα roba (= φόρεμα) < αρχαίο γερμανικό rauba
  • σκαρπίνι scarpino
  • σκούφια scuffia
  • τακούνι taccone
  • τιράντα tirante (= τραβηγμένος)
  • φιόγκος fiocco (= νιφάδα, κόμπος γραβάτας)
  • φούστα fusta (= γυναικείο ένδυμα)
  • φουστάνι fustagno, από το προάστιο του Καΐρου Fustat όπου υφαινόταν ορισμένο είδος πανιού


  • αμόρε amore
  • καπρίτσιο capriccio < capra (= κατσίκι, τρελοκάτσικο)
  • κόρτε corte, από τη φράση fare la corte (= συμπεριφέρομαι με αβροφροσύνη, φλερτάρω) < corte (= βασιλική αυλή)
  • κουφέτο confetto
  • μπομπονιέρα bonboniera

bonboniera

  • σκέρτσο scherzo


  • γάλος gallo
  • γάτα gatta < λατινικό catta
  • καρδερίνα cardellino
  • μπαμπουίνος babbuino
  • παπαγάλος papagallo

papagallo

  • πιγκουίνος pingouino < αγγλικό penguin
  • πιτσουνάκι < πιτσούνι < piccione (= περιστέρι)
  • σαρδέλα sardella, επειδή αλίευαν το ψάρι στις ακτές της Σαρδηνίας


  • βαπόρι vapore (= ατμός, ατμόπλοιο) < λατινικό vapor (= ατμός)
  • γόνδολα gondola
  • καμπίνα cabina < λατινικό capanna (= καλύβα)
  • κότερο cotero < αγγλικό cutter
  • κουρσάρος corsaro < λατινικό cursarius
  • λοστρόμος nostromo
  • μαρίνα marina
  • μόλος molo
  • μούτσος mozzo (= μαθητευόμενος ναύτης)
  • μπαρκάρω imbarcare
  • μπατάρω battere (= χτυπώ)
  • ρουκέτα rocchetta < rocca (= αδράχτι)
  • σαλπάρω salpare
  • φινιστρίνι finestrino (= παραθυράκι) < finestra (= παράθυρο)
  • φουρτούνα fortuna, από τη φράση fortuna di mare (= τρικυμία) < fortuna (= τύχη, δυστυχία, κακοτυχία)


  • γράσο grasso (= λίπος)
  • καδρόνι quadrone
  • καρότσα carrozza
  • λασκάρω lascare
  • λούστρο lustro (= λάμψη, στιλπνότητα)
  • μπάζα bazza (= όγκος χώματος)
  • μπρούντζος bronzo (= ορείχαλκος)
  • πέργολα pergola (= κληματαριά)
  • πινέλο penello < penis (= ουρά)
  • στόκος stocco
  • τανάλια tanaglia

tanaglia

  • τσάπα zappa (= σκαπάνη)
  • τσιμέντο cemento (= αμμοκονία) < λατινικό caementum (= ακατέργαστος λίθος)


  • άρπα arpa < γερμανικό Harfe
  • καραμούζα corna musa (= ποιμενική φλογέρα)
  • κλαρινέτο clarinetto
  • κλαρίνο clarino
  • κοντραμπάσο contrabbasso
  • μαντολίνο mandolino

mandolino

  • όμποε oboe < γαλλικό hautbois < haut (= ψηλός) + bois (= ξύλο)
  • πιάνο piano (= σιγά)
  • ταμπούρλο tamburlo (= τύμπανο)
  • τρομπέτα trombetta < tromba
  • τρομπόνι trombone < tromba
  • φλάουτο flauto


  • λιμάρω limare (= ακονίζω)
  • λούσο lusso < λατινικό luxus (= πολυτέλεια)
  • μασέλα mascella
  • μάσκαρα mascara
  • μόδα moda < λατινικό modus (= τρόπος)
  • μοντέλο modello < λατινικό modellus < modulus < modus (= τρόπος)
  • ντελικάτος delicato (= αβρός, κομψός) < λατινικό delicatus (= τρυφερός, αβρός)
  • περούκα perrucca < λατινικό pilus (= κόμη)
  • φιγούρα figura (= μορφή) < λατινικό fingo (= πλάθω, διαμορφώνω)
  • φινέτσα finezza
  • φίνος fino (= λεπτός, καθαρός, αγνός) < finis (= τέλος, όριο)


  • ακουαφόρτε acquaforte (= δυνατό νερό)
  • αντίκα antica, θηλυκό του επιθέτου antico (= παλαιός)
  • βάζο vaso (= αγγείο, δοχείο)
  • βαλίτσα valigia
  • βαρέλι barella
  • βεντάλια ventaglio
  • βεντούζα ventosa
  • βίλα villa
  • γλόμπος globo < λατινικό globus (= σφαιρικός)
  • κάδρο quadro < λατινικό quadrus (= τετράγωνος)
  • κασόνι cassone < cassa
  • κομοδίνο comodino
  • κουκέτα cuccetta
  • λουκέτο lucchetto < αρχαίο γερμανικό lok

lucchetto

  • μεζούρα misura ή mesura
  • μπαλκόνι balcone (= εξώστης) < αρχαίο γερμανικό balkon
  • ομπρέλα ombrella < λατινικό umbrella (= ομπρέλα) < umbra (= σκιά)
  • πάγκος banco (= θρανίο)
  • πακέτο pacchetto
  • παράγκα < μπαράκα < baracca (= παράπηγμα)
  • πετσέτα pezzetta
  • πολυθρόνα poltrona
  • πόμολο pomolo
  • πορσελάνη porcellana
  • σάλα sala < αρχαίο γερμανικό sal (= σπίτι)
  • σερβίτσιο servizio (= σκεύη τραπεζιού) < λατινικό servio (= υπηρετώ)
  • σπάγκος spago < λατινικό hispanicus (= ισπανικός)
  • σπίρτο spirto < spirito
  • ταράτσα terrazza
  • τελάρο telaro (= πλαίσιο, ιστός)
  • τσουκάλι zucca
  • φασίνα fascina


  • κάβα cava
  • μπαρμπέρης barbiere (= κουρέας) < λατινικό barba (= γενειάδα)
  • μπόγιας boja (= δήμιος)
  • πάρκο parco (= περίφρακτος τόπος)

parco

  • φουγάρο fogara


  • βαγόνι vagone < αγγλικό wagon
  • κολόνα colonna < λατινικό columna
  • κόρνα corna
  • μανιβέλα manovella
  • μανούβρα manovra
  • μπλόκο blocco < αρχαίο γερμανικό blok
  • ντεπόζιτο depositο (= αποθήκη) < λατινικό depositum < depono (= αποθέτω, καταθέτω)
  • παρκάρω parcare (= σταθμεύω)
  • ρεζέρβα riserva (= απόθεμα) < λατινικό reservo (= διατηρώ, αποταμιεύω)
  • σουλατσάρω solazzare (= διασκεδάζω)
  • τρακάρω attaccare (= πέφτω πάνω σε κάτι, επιτίθεμαι)
  • τρένο treno < γαλλικό train < trainer (= σύρω, έλκω, παρατείνω)

treno

  • τρόμπα tromba (= αντλία, σάλπιγγα)


  • ετικέτα etichetta < γαλλικό étiquette < αρχαίο γαλλικό estiquier (= συνδέω)
  • κασετίνα cassettina
  • μοτίβο motivo (= κίνητρο) < γαλλικό motif < λατινικό motivus < motus < movere (= κινώ)
  • μπίλια biglia (= σφαίρα μπιλιάρδου) < λατινικό bilia (= κορμός δέντρου)
  • φασαρία fassaria


  • γκριμάτσα grimazza
  • κάλος callo < λατινικό callus ή callum
  • μπούστο busto (= στηθόδεσμος)
  • φράντζα frangia


  • γαρνιτούρα guarnitura
  • γκαζόζα gasosa, θηλυκό του επιθέτου gasoso (= αεριούχος)
  • γρανίτα granita < grano (= κόκκος, σπόρος)
  • καντίνα cantina
  • καραμέλα caramella < λατινικό cannamella (= ζαχαροκάλαμο)
  • καρμπονάρα carbonara
  • κολατσιό colazione
  • κομπόστα composta < λατινικό compositum (= σύνθετο)
  • κονσέρβα conserva < λατινικό conservo (= φυλάω, συντηρώ)
  • λεμόνι limone < περσικό limun
  • μορταδέλα mortadella < λατινικό murtatum (= αναμεμιγμένος με μύρτο) < murtum (= μύρτο)
  • μουστάρδα mostarda (= σινάπι)
  • μπαγκέτα bacchetta (= ράβδος)
  • μπίρα birra < γερμανικό Bier
  • μπισκότο biscotto (= αυτό που έχει ψηθεί δυο φορές, το διπλοψημένο)
  • μπρόκολο broccolo < brocco (= βλαστός)

broccolo

  • νεράντζι naranza < αραβικό naranj < περσικό narang < αρχαίο ινδικό naranga
  • ντομάτα tomata < ισπανικό tomata < μεξικανικό tomatl
  • πασατέμπος < φράση passa tempo < passo (= περνώ) + tempo (= χρόνος, ώρα)
  • παστέλι pastello < pasta
  • παστίλια pastiglia
  • παστίτσιο pasticcio
  • πέτσα pezza (= τεμάχιο)
  • πικάντικος piccante (= δριμύς, δηκτικός) < piccare < picca (= αιχμή)
  • πίτσα pizza
  • πορτοκάλι portogallo
  • ραδίκι radicchio < λατινικό radix (= ρίζα)
  • σαλάμι salame < salare (= αλατίζω) < sale (= αλάτι) < λατινικό sal,-lis (= αλάτι)
  • σαλάτα insalata (= αλατισμένη) < λατινικό sal,-lis (= αλάτι)
  • σάλτσα salsa < λατινικό salsa (= αλμυρή) < sal,-lis (= αλάτι)
  • σερβιτόρος servitore (= υπηρέτης) < λατινικό servio (= υπηρετώ)
  • σόδα soda
  • σούπα zuppa
  • τρατάρω trattare (= φιλεύω)
  • φέτα fetta (= τεμάχιο)
  • φιλέτο filetto < filo (= νήμα)
  • φράουλα fragola

fragola

  • φρέσκος fresco (= δροσερός, νωπός), λέξη γερμανικής προέλευσης
  • φρουτιέρα fruttiera (= οπωροθήκη)
  • φρούτο frutto < λατινικό fructus (= καρπός)


  • βιολέτα violetta
  • μπιγκόνια bigonia < begonia, από το όνομα του βοτανολόγου Begon


  • κοστίζω costare
  • μαγαζί magazzino < αραβικό machazin
  • μπουναμάς < μποναμάς < bonamano (= φιλοδώρημα) < bona mano (= καλό χέρι)
  • πορτοφόλι portafogli < porto (= φέρνω) + fogli (= φύλλο)


  • γκρίζος grigio
  • σκούρος oscuro < λατινικό obscurus (= σκοτεινός)


  • αμολάω amollare (= αφήνω)
  • αντίο addio (= στην ευχή του Θεού) < πρόθεση a + dio (= Θεός) < λατινικό deus
  • ατζέντα agenda (= ατζέντα) < λατινικό agenda (= αυτά που πρέπει να γίνουν), πληθυντικός του agendum που είναι γερούνδιο του ago (= πράττω)
  • βαρελότο barelotto
  • βεντέτα vendetta (= εκδίκηση)
  • βέργα verga < λατινικό virga (= ραβδί, κλωνάρι)
  • βόμβα bomba
  • γκρίνια / γρίνια grigna
  • γουστάρω gustare
  • γούστο gusto
  • γραπώνω aggrappare (= αρπάζω, συλλαμβάνω) < grappa (= γάντζος, άγκιστρο)
  • διάνα diana
  • ζελατίνη gelatina < λατινικό gelatus (= παγωμένος)
  • καζίνο casino < casa (= σπίτι)

casino

  • καραμπίνα carabina
  • καρικατούρα caricatura
  • κιάλια occhiali, πληθυντικός του occhiale (= οπτικός)
  • κομπλιμέντο complimento < ισπανικό cumplimiento < cumplir (= συμπληρώνω, ολοκληρώνω ή είμαι ευγενικός)
  • κομπρέσα compressa (= πεπιεσμένο επίθεμα) < γαλλικό compresse < compresser < λατινικό compresso (= συμπιέζω)
  • κόντρα contra
  • κουλτούρα cultura < λατινικό cultura (= καλλιέργεια της γης)
  • κουμαντάρω comandare
  • κουράγιο coraggio
  • λάβα lava (= πλημμύρα)
  • λίστα lista (= σειρά, γραμμή)
  • μακέτα macchietta
  • μάνι μάνι φράση di mano in mano (= από χέρι σε χέρι)
  • μαντάρω mendare ή mandare (= επανορθώνω, επιδιορθώνω)
  • μαντάτο mandatum (= μήνυμα, παραγγελία) < mando (= παραγγέλνω)
  • μάρκα marca < γοτθικό marka (= σύνορο, όριο)
  • μαρκάρω marcare
  • μιζέρια miseria < λατινικό miser (= άθλιος)
  • μιλιούνια millione (= εκατομμύριο)
  • μινιατούρα miniatura
  • μοντάρω montare
  • μούμια mumia < λατινικό mumia < αραβικό mumiyah < περσικό mum (= κερί)
  • μπαρούφα baruffa (= φασαρία, καβγάς)
  • μπλοκάρω bloccare
  • μπουκάρω boccare
  • μπούσουλας bussola (= ναυτική πυξίδα)
  • μπράβο bravo! < bravo (= έξοχος, θαρραλέος)






  • ντοκουμέντο documento (= έγγραφο, τεκμήριο) < λατινικό documentum (= δίδαγμα, παράδειγμα) < doceo (= διδάσκω)
  • παντιέρα bandiera < banda (= σημαία, λάβαρο)
  • πασάρω passare (= διέρχομαι, περνώ)
  • πάσο passo (= βήμα, πέρασμα)
  • πατατράκ patatrac
  • πένα penna < λατινικό penna (= φτερό)
  • πέρλα perla
  • ποντάρω pontare
  • πόστο posto (= θέση, τόπος)
  • πούντα punta (= άκρη, κρυολόγημα, πλευρίτωμα)
  • ράτσα razza < αραβικό ra ’s (= κεφάλι, καταγωγή)
  • ρίσκο risco
  • σάλτο salto (= πήδημα) < λατινικό saltus (= άλμα) < salto (= πηδώ)
  • Σαντορίνη Santa Irene (= Αγία Ειρήνη)
  • σινιάλο segnale (= σήμα)
  • σκέτος schietto
  • σμπαράλια sbaraglio (= σκόρπισμα, άτακτη φυγή, καταστροφή)
  • σούσουρο sussuro (= ψίθυρος)
  • σπόντα sponda (= χείλος γέφυρας, παραπέτο)
  • στραπάτσο strapazzo (= κακή μεταχείριση)
  • σφαλιάρα sfagliaro
  • τάλε κουάλε tale quale (= περίπου όμοια)
  • τέζα tesa (= ένταση, τέντωμα)
  • τόμπολα tombola
  • τράπουλα trappola (= παγίδα, δόλος)
  • τσιγάρο cigaro < ισπανικό cigarro (λέξη ιθαγενών της Κούβας)
  • φιάσκο fiasco (= μπουκάλι, αποτυχία), λέξη γερμανικής προέλευσης
  • φιλτράρω filtrare (= διυλίζω) < filtro
  • φόντο fondo (= βάθος, πυθμένας) < λατινικό fundus
  • φόρμα forma < λατινικό forma (= μορφή, σχήμα)


ΕΙΚΟΝΕΣ: topnaz.com, webcomicms.net, lifo.gr, e-prosklitirio.gr, fotka.com, praktikospiti.gr, istoriatexnespolitismos.wordpress.com, u.osu.edu, nationalgeographic.co.uk, kefalonitis.com, stiridecluj.ro, bukalapak.com, casinobonus.rs, flickr.com

Δάνειες λέξεις από τα βενετικά

Η Λατινοκρατία στην περιοχή μας κράτησε από το 1204 μέχρι το 1797. Οι σημαντικότεροι από τους Λατίνους κατακτητές ήταν οι Βενετοί.

Ας δούμε μερικά δάνεια που πήραμε από τη γλώσσα τους, ομαδοποιημένα σε κατηγορίες:


  • άσος asso < λατινικό as (= μετρική μονάδα, χάλκινο ρωμαϊκό νόμισμα)
  • κουμπάρος compare
  • κουνιάδος cognado < ιταλικό cognato < λατινικό cognatus (= συγγενής)
  • φαντάρος < φανταρία < fantaria < ιταλικό fanteria < ισπανικό infanteria (= σωματοφυλακή των ανήλικων πριγκίπων)


  • άλα ala (= εμπρός), ναυτικό πρόσταγμα
  • καντάδα cantada < cantare (= τραγουδώ)
  • μαντινάδα matinada
  • μασκαράς mascara (= προσωπιδοφόρος)
  • παρτίδα partida
  • πισίνα pissina < ιταλικό piscina (= ιχθυοτροφείο) < λατινικό piscis (= ψάρι)

pissina


  • βελούδο veludo
  • βέρα vera < λατινικό viria (= δαχτυλίδι, βραχιόλι)
  • γόβα goba
  • καδένα cadena
  • μπουγάδα bugada
  • φανέλα fanela < ιταλικό flanella < αγγλικό flannel
  • φόδρα fodra < γοτθικό fodr


  • καναρίνι canarin < ισπανικό canario < Canarias Islas (= Κανάριοι Νήσοι)
  • μπακαλιάρος baccalare < ιταλικό baccalaro
  • μπαρμπούνι barbon < barba (= γενειάδα), επειδή έχει στο άνω χείλος τέσσερα νημάτια που μοιάζουν με μουστάκια

barbon

  • μπεκάτσα beccazza
  • πούπουλο pupola
  • ρέγγα renga


  • μουράγιο muragio
  • μπουκαπόρτα bocaporta < bucca (= στόμα, στόμιο) + porta
  • μπουρίνι borin


  • ατσάλι azzal (= χάλυβας)
  • βίδα vida
  • κατσαβίδι cazzavide

cazzavide

  • λαμαρίνα lamarin < ιταλικό lamiera (= έλασμα)
  • μαδέρι madero < λατινικό materia (= ύλη, ξυλεία, δάσος)
  • μαραγκός marangon
  • πρόκα broca
  • σπάτουλα spatola


  • τσατσάρα zazzara


  • κατσαρόλα cazzerola
  • κορνίζα cornise
  • κουβέρτα coverta
  • μπαούλο baul
  • μπαταρία bataria < λατινικό batuo ή battuo (= κόβω, κρούω)
  • πατσαβούρα spazzaura


  • μπαγκάζια bagagia
  • ρόδα roda
  • τιμόνι timon < λατινικό temo,-onis (= άμαξα, άρμα)

timon


  • μουτσούνα musona
  • φάτσα fazza < ιταλικό faccia (= όψη, πρόσωπο)


  • κουζίνα cusina < ιταλικό cucina < λατινικό coquina < coquo (= μαγειρεύω)
  • μακαρόνι macaroni < λατινικό maccare (= κόβω)
  • τσαμπί zambin < ιταλικό zampa


  • γαλαντόμος galantono (= γενναιόδωρος, γενναιόφρων)


  • βάρδια vardia < αρχαίο γερμανικό warda
  • γαλαρία galaria < λατινικό galeria (= ξύλινος εξώστης)
  • μπαστούνι baston < λατινικό bastum < bastare (= βαστάω)
  • μπουνιά bugna
  • μπουρλότο burloto < ιταλικό brulotto (= πυρπολικό πλοίο) < γαλλικό brulot < bruler (= καίω)
  • ντουζίνα dozzina < λατινικό duodecim (= δώδεκα)
  • πόντος ponto (= άκρη, μύτη)
  • σκάγια scagia


ΕΙΚΟΝΕΣ: lykavitos.gr, maryeliopoulou.wordpress.com, officialhvac.com, huffpost.com

24 Αυγ 2012

Δάνειες λέξεις από τα λατινικά

Η λατινική γλώσσα επικράτησε στην περιοχή μας από τα μέσα του 2ου π.Χ. αι. έως τον 7ο μ.Χ. αι., οπότε το ανατολικό τμήμα του ρωμαϊκού κράτους, γνωστό ως Βυζαντινή Αυτοκρατορία, αντικατέστησε την επίσημη γλώσσα του, τα λατινικά, με τα μεσαιωνικά ελληνικά.

Σε αυτό το τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα ο δανεισμός ανάμεσα στις δύο γλώσσες υπήρξε έντονος. Πολλές ελληνικές λέξεις πέρασαν στα λατινικά και από εκεί στις σύγχρονες λατινογενείς γλώσσες (γαλλικά, ιταλικά, ισπανικά κ.ά.).

Τα δικά μας δάνεια μπορούμε να τα δούμε στη συνέχεια, ομαδοποιημένα σε κατηγορίες. Εντύπωση προκαλεί η ονομασία όλων των μηνών!


  • βετεράνος veteranus (= παλιός)
  • μέντιουμ medium (= μέσον)
  • νονός nonnus (= πατέρας, τροφός)
  • ξεφτέρι accipiter (= γεράκι)
  • πρίγκιπας princeps,-ipis (= άρχοντας) < primus (= πρώτος) + capio (= πιάνω)

princeps

  • φαμίλια / φαμελιά familia (= η οικογένεια μαζί με το υπηρετικό προσωπικό)
  • φανατικός fanaticus (= αυτός που συχνάζει στον ναό) < fanum (= ναός)


  • κάλαντα calendae (= καλένδες, οι πρώτες μέρες του μήνα, επειδή οι Ρωμαίοι τις υποδέχονταν πανηγυρικά με γιορτές)
  • κούκλα cuculla (= κάλυμμα κεφαλής)
  • μάσκα masca
  • νότα nota (= σημείο, στίγμα)
  • ρεπερτόριο repertorium (= ευρετήριο) < reperio (= βρίσκω)
  • σάτιρα satira < satur (= κορεσμένος, πλήρης, γεμάτος)
  • τάβλι < τάβλα < tabula (= πινακίδα, ξύλινη πλάκα, κατάλογος, επιστολή)


  • κάπα cappa
  • κουκούλα cuculla (= κάλυμμα κεφαλής)
  • κουρέλι corellum < coriellum < corium (= δέρμα)
  • μανίκι < μάνικα < manicae (= χερούλι) < manus (= χέρι)
  • μαντίλι mantelium ή mantilium
  • ράσο rasus (= ξυρισμένος, τριμμένος) < rado (= ξύνω, ξυρίζω), επειδή ήταν από ύφασμα χωρίς χνούδι
  • φούντα funda (= ζώνη, δίχτυ)


  • κουκούλι cuculla (= κάλυμμα κεφαλής)
  • μουλάρι mulus (= μουλάρι, νόθος)
  • μπούφος bufus
  • πουλί < πούλος < pullus (= νεοσσός πτηνού)

pullus

  • σολομός salmo (λέξη γαλατικής προέλευσης)
  • στάβλος stablum ή stabulum (= σταθμός)


  • βάρκα barca < baris < ελληνικό βάρις < αιγυπτιακό bari (= βάρκα)


  • αλουμίνιο aluminium
  • μάστορας magister (= άρχοντας, επιστάτης, παιδαγωγός)
  • τάβλα tabula (= πινακίδα, ξύλινη πλάκα, κατάλογος, επιστολή)
  • τούβλο tubulus (= μικρός σωλήνας)
  • τσεκούρι < σεκούριον < securis (= πέλεκυς)

securis


  • αλκοόλ alcohol < αραβικό al-huhul ή al-kuhl


  • άλμπουμ album (= λεύκωμα), ουδέτερο του επιθέτου albus (= λευκός)
  • βίντεο video (= βλέπω)
  • κάγκελο cancellum
  • κελάρι cellarium < cella (= μικρό δωμάτιο, αποθήκη)
  • κούπα cupa (= κύπελλο)
  • κουρτίνα cortina
  • μαξιλάρι maxilla (= σαγόνι)
  • πανέρι panarium (= θήκη για ψωμί) < panis (= ψωμί)
  • πόρτα porta

porta

  • σκάλα scala (= κλίμακα) < scando (= ανεβαίνω)
  • σκούπα scopa
  • σπίτι < οσπίτιον < hospitium (= ξενώνας) < hospes,-itis (= ξένος, φιλοξενούμενος)
  • τέντα tenda < tendo (= εκτείνω, τεντώνω)


  • καμπάνα campana
  • καμπαναριό campanarium

campana - campanarium

  • ταμπέλα tabella (= πινακίδα)
  • τρούλος trulla
  • φούρναρης furnarius
  • φούρνος furnus (= καμίνι)


  • βυτίο buttia (= βαρέλι)
  • καβάλα caballus (= άλογο)
  • καβαλάρης caballarius (= ιππέας)
  • κάμπος campus (= πεδιάδα)
  • κάστρο castrum (= φρούριο)

castrum

  • σέλα sella (= έδρα) < sedeo (= κάθομαι)
  • στράτα strata, από τη φράση strata via (= λιθόστρωτη οδός) < sterno (= στρώνω)


  • σαΐτα < σαγίττα < sagitta (= βέλος)
  • σεμινάριο seminarium (= φυτώριο)


  • μάγουλο magulum
  • τούφα tufa (λέξη γερμανικής προέλευσης)


  • κρούστα crusta (= σκληρή επιφάνεια, κέλυφος)
  • λουκάνικο lucanicum (= είδος αλλαντικού)

lucanicum

  • μούστος mustum (= νέος), από τη φράση vinum mustum (= νέο κρασί)
  • ροδάκινο < δωράκινον < duracinum
  • σούβλα subula
  • ταβέρνα taberna (= σκηνή, καλύβα, καπηλειό)
  • τούρτα torta (= είδος πίτας) < tortus < torque (= στρέφω, γυρίζω)
  • φάβα faba
  • φιδές fides,-dis (= χορδή μουσικού οργάνου)


  • φλουρί < φλωρίον < florinus


  • δίσεκτος bis sextus, από τη φράση bis sextus dies (= δύο φορές έκτη μέρα)· η δεύτερη μέρα παρεμβαλλόταν στο ιουλιανό ημερολόγιο κάθε τέσσερα έτη
  • Ιανουάριος Ianuarius < Ianus (= Ιανός, θεός των Ρωμαίων στον οποίο ήταν αφιερωμένος ο μήνας)
  • Φεβρουάριος Februarius < februo (= εξαγνίζω)
  • Μάρτιος Martius < Mars (= Άρης)
  • Απρίλιος Aprilis < aprilius (= ανοικτός)
  • Μάιος Majus, από την προσωνυμία του Δία Majus Juppiter
  • Ιούνιος Junius < Juno (= Ήρα), επειδή ο μήνας ήταν αφιερωμένος στην Ήρα
  • Ιούλιος Julius, από το όνομα Gaius Julius Caesar, επειδή ο Γάιος Ιούλιος Καίσαρας γεννήθηκε αυτόν τον μήνα
  • Αύγουστος Augustus (= σεβαστός), από προσωνυμία που αποδόθηκε το 27 π.Χ. στον αυτοκράτορα Οκταβιανό
  • Σεπτέμβριος September < septem (= εφτά), επειδή στο ρωμαϊκό ημερολόγιο ήταν ο έβδομος μήνας

September

  • Οκτώβριος October < octo (= οκτώ), επειδή στο ρωμαϊκό ημερολόγιο ήταν ο όγδοος μήνας
  • Νοέμβριος November < novem (= εννέα), επειδή στο ρωμαϊκό ημερολόγιο ήταν ο ένατος μήνας
  • Δεκέμβριος December < decem (= δέκα), επειδή στο ρωμαϊκό ημερολόγιο ήταν ο δέκατος μήνας


  • άσπρος asper (= τραχύς)


  • ακουμπώ accumbo (= πλαγιάζω, ξαπλώνω στο κρεβάτι)
  • βούκινο bucinum
  • κανάλι canalis
  • κάρβουνο carbo,-onis
  • κάψουλα capsula < capsa (= θήκη, κιβώτιο)
  • κελί cella (= μικρό δωμάτιο, αποθήκη)
  • κλασικός classicus < classis (= τάξη)
  • κουβέντα conventus (= συνέλευση) < convenio (= συνέρχομαι)
  • κώδικας codex (= συγγραφή, κατάλογος, δελτίο)
  • λάβαρο labarum (= βασιλική σημαία)
  • λουρί lorum (= ιμάντας, ζώνη)
  • μάνικα manicae (= χερούλι) < manus (= χέρι)
  • μάξιμουμ maximum (= μέγιστος), υπερθετικό του επιθέτου magnus (= μεγάλος)
  • μεμβράνη membrana (= στρώμα ιστού) < membrum (= μέλος)
  • παλάτι palatium
  • παλούκι paluceus < palus (= παλούκι)
  • σαβούρα saburra (= έρμα)
  • τίτλος titulus (= επίγραμμα, επιγραφή)
  • φόρουμ forum (= αγορά)


ΕΙΚΟΝΕΣ: besmartklub.hu, otvet.mail.ru, needpix.com, koludro.co, patramou.gr, historyonthenet.com, sausageman.co.uk, mykonosdaily.gr

22 Αυγ 2012

Τι υπέροχος κόσμος!

Ο Ντέιβιντ Ατένμπορο, γνωστός παρουσιαστής των ντοκιμαντέρ του BBC, αφηγείται με μοναδικό τρόπο ένα πολύ όμορφο τραγούδι. Το αφιερώνουμε στο σπίτι μας, τη Γη, με αγάπη και σεβασμό...


I see trees of green, red roses too,
I see them bloom for me and you
and I think to myself: «What a wonderful world!»

I see skies of blue, clouds of white,
bright blessed days, dark sacred nights
and I think to myself: «What a wonderful world!»

The colors of a rainbow, so pretty in the sky,
are also on the faces of people going by!
I see friends shaking hands saying: «How do you do?»
They’re really saying: «I love you!»

I hear babies crying, I watch them grow,
they’ll learn much more than I’ll ever know
and I think to myself: «What a wonderful world!»
Quite simply: «Wonderful!»


ΑΠΑΓΓΕΛΙΑ: David Attenborough
ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ: 2011 (BBC)

ΠεριβάλλονΤραγούδια

18 Αυγ 2012

A Summer Place

Ένα κλασικό ορχηστρικό κομμάτι, οπτικοποιημένο με όμορφα τοπία. Ο πλήρης τίτλος του είναι «Theme From A Summer Place» και αναφέρεται στην ομώνυμη αμερικανική ταινία.

Μουσική: Max Steiner
Διασκευή: Percy Fayth (1960)

ΚαλοκαίριΟρχηστρικά

14 Αυγ 2012

Δον Κιχώτης

Ο Μιγκέλ ντε Θερβάντες (1547–1616) θεωρείται ο «πατέρας» της ισπανικής λογοτεχνίας, μάλιστα το πρόσωπό του κοσμεί μία από τις τρεις όψεις του ισπανικού ευρώ.

Το διασημότερο μυθιστόρημά του, ο «Δον Κιχώτης», κυκλοφόρησε στις αρχές του 17ου αιώνα και συγκαταλέγεται στα κλασικά έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας.



Ο Δον Κιχώτης σε αναμνηστικό δίευρο της Ισπανίας (2005)

Στο βιβλίο περιγράφονται οι περιπέτειες ενός απλού αγρότη που βάζει σκοπό της ζωής του να υπερασπιστεί τους αδύναμους και τους κατατρεγμένους. Θαυμάζει τους ιππότες για την άφοβη συμπεριφορά τους, πιστεύει ότι είναι ένας από αυτούς και μπλέκεται σε μια σειρά από περιπέτειες. Μαζί του και ο αγαθός ιπποκόμος Σάντσο Πάντσα...



Διαβάστε μια χαρακτηριστική περιπέτεια από το βιβλίο στην εξαιρετικά καλαίσθητη παρουσίαση που έχει επιμεληθεί ο καλός συνάδελφος Γιάννης Σουδίας:

Πατήστε στην εικόνα και επιλέξτε τη σχετική δραστηριότητα




Βιβλία
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ: ispania.gr, el.wikipedia.org
ΕΙΚΟΝΕΣ: euro-coins.info, pikabu.ru, club.foto.ru

▼ Διαβάστηκαν περισσότερο την τελευταία εβδομάδα