25 Αυγ 2012

Δάνειες λέξεις από τα βενετικά

Η Λατινοκρατία στην περιοχή μας κράτησε από το 1204 μέχρι το 1797. Οι σημαντικότεροι από τους Λατίνους κατακτητές ήταν οι Βενετοί.

Ας δούμε μερικά δάνεια που πήραμε από τη γλώσσα τους, ομαδοποιημένα σε κατηγορίες:


  • άσος asso < λατινικό as (= μετρική μονάδα, χάλκινο ρωμαϊκό νόμισμα)
  • κουμπάρος compare
  • κουνιάδος cognado < ιταλικό cognato < λατινικό cognatus (= συγγενής)
  • φαντάρος < φανταρία < fantaria < ιταλικό fanteria < ισπανικό infanteria (= σωματοφυλακή των ανήλικων πριγκίπων)


  • άλα ala (= εμπρός), ναυτικό πρόσταγμα
  • καντάδα cantada < cantare (= τραγουδώ)
  • μαντινάδα matinada
  • μασκαράς mascara (= προσωπιδοφόρος)
  • παρτίδα partida
  • πισίνα pissina < ιταλικό piscina (= ιχθυοτροφείο) < λατινικό piscis (= ψάρι)

pissina


  • βελούδο veludo
  • βέρα vera < λατινικό viria (= δαχτυλίδι, βραχιόλι)
  • γόβα goba
  • καδένα cadena
  • μπουγάδα bugada
  • φανέλα fanela < ιταλικό flanella < αγγλικό flannel
  • φόδρα fodra < γοτθικό fodr


  • καναρίνι canarin < ισπανικό canario < Canarias Islas (= Κανάριοι Νήσοι)
  • μπακαλιάρος baccalare < ιταλικό baccalaro
  • μπαρμπούνι barbon < barba (= γενειάδα), επειδή έχει στο άνω χείλος τέσσερα νημάτια που μοιάζουν με μουστάκια

barbon

  • μπεκάτσα beccazza
  • πούπουλο pupola
  • ρέγγα renga


  • μουράγιο muragio
  • μπουκαπόρτα bocaporta < bucca (= στόμα, στόμιο) + porta
  • μπουρίνι borin


  • ατσάλι azzal (= χάλυβας)
  • βίδα vida
  • κατσαβίδι cazzavide

cazzavide

  • λαμαρίνα lamarin < ιταλικό lamiera (= έλασμα)
  • μαδέρι madero < λατινικό materia (= ύλη, ξυλεία, δάσος)
  • μαραγκός marangon
  • πρόκα broca
  • σπάτουλα spatola


  • τσατσάρα zazzara


  • κατσαρόλα cazzerola
  • κορνίζα cornise
  • κουβέρτα coverta
  • μπαούλο baul
  • μπαταρία bataria < λατινικό batuo ή battuo (= κόβω, κρούω)
  • πατσαβούρα spazzaura


  • μπαγκάζια bagagia
  • ρόδα roda
  • τιμόνι timon < λατινικό temo,-onis (= άμαξα, άρμα)

timon


  • μουτσούνα musona
  • φάτσα fazza < ιταλικό faccia (= όψη, πρόσωπο)


  • κουζίνα cusina < ιταλικό cucina < λατινικό coquina < coquo (= μαγειρεύω)
  • μακαρόνι macaroni < λατινικό maccare (= κόβω)
  • τσαμπί zambin < ιταλικό zampa


  • γαλαντόμος galantono (= γενναιόδωρος, γενναιόφρων)


  • βάρδια vardia < αρχαίο γερμανικό warda
  • γαλαρία galaria < λατινικό galeria (= ξύλινος εξώστης)
  • μπαστούνι baston < λατινικό bastum < bastare (= βαστάω)
  • μπουνιά bugna
  • μπουρλότο burloto < ιταλικό brulotto (= πυρπολικό πλοίο) < γαλλικό brulot < bruler (= καίω)
  • ντουζίνα dozzina < λατινικό duodecim (= δώδεκα)
  • πόντος ponto (= άκρη, μύτη)
  • σκάγια scagia


ΕΙΚΟΝΕΣ: lykavitos.gr, maryeliopoulou.wordpress.com, officialhvac.com, huffpost.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Διαβάστηκαν περισσότερο την τελευταία εβδομάδα