26 Αυγ 2012

Δάνειες λέξεις από τα αγγλικά

Ο αριθμός των γλωσσικών δανείων από τα αγγλικά αρχίζει να μεγαλώνει στις αρχές του εικοστού αιώνα με τη διάδοση του ποδοσφαίρου και των ειδικών όρων που το συνοδεύουν (κόρνερ, γκολ κλπ.).

Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο οι διεθνείς πολιτικοοικονομικές συνθήκες οδηγούν στην κυριαρχία των ΗΠΑ, με αποτέλεσμα τις τελευταίες δεκαετίες η Αγγλική (κατά κύριο λόγο η Αγγλική των ΗΠΑ) να αποτελεί την κύρια πηγή δανεισμού της γλώσσας μας.

Τα περισσότερα από τα δάνεια αυτά, ως πιο πρόσφατα, δεν έχουν προλάβει να αφομοιωθούν και ξεχωρίζουν από τις υπόλοιπες λέξεις μας:


  • άουτ out (= έξω)
  • βόλεϊ volley
  • γκολ goal
  • γκολφ golf
  • κρίκετ cricket
  • ματς match
  • μποξ box (= χτύπημα)
  • νοκ άουτ knock out
  • νταμπλ double
  • ντέρμπι derby, από το όνομα της περιοχής Derby στην Αγγλία όπου ο κόμης Edward Stanley πρωτοδιοργάνωσε τους ομώνυμους αγώνες
  • ντοπάρω dope (= δίνω διεγερτικές ουσίες) < ολλανδικό doop (= σάλτσα)
  • πέναλτι penalty (= τιμωρία, πρόστιμο)
  • πινγκ πονγκ ping pong (ονοματοποιία από τον ήχο της μπάλας)

ping pong

  • ράγκμπι rugby, από το όνομα του σχολείου Rugby στην Αγγλία όπου πρωτοπαίχτηκε το παιχνίδι
  • ράλι rally (= συγκέντρωση αυτοκινήτων και οδηγών για αγώνες) < rally (= συγκεντρώνω)
  • σκορ score
  • σλάλομ slalom < νορβηγικό slalom (= επικλινής δρόμος)
  • σουτάρω < σουτ < shoot
  • τένις tennis < αρχαίο γαλλικό tenetz < tenir (= κρατώ)
  • τζόκινγκ jogging (= αργό τρέξιμο)
  • φάουλ foul (= αντικανονικό παιχνίδι ή παίξιμο)
  • χόκεϊ hockey
  • χούλιγκαν hooligan


  • ατζέντης agent
  • γκάνγκστερ gangster < gang (= συμμορία)
  • καουμπόης cowboy

cowboy

  • λαίδη lady
  • λόρδος lord
  • μάνατζερ manager < ιταλικό maneggio
  • μπάτλερ butler
  • μπέμπης baby
  • ντεντέκτιβ detective < detect (= ανακαλύπτω)
  • ρεπόρτερ reporter
  • σερίφης sheriff, λέξη αραβικής προέλευσης
  • σκράπας scrape
  • σνομπ snob, αρκτικόλεξο από τη λατινική φράση Sine NOBilate (= χωρίς τίτλους ευγενείας)
  • τζέντλεμαν gentleman < gentle (= ευγενικός) + man (= άντρας)
  • φρικιό freak (= τέρας, ιδιόρρυθμος, ναρκομανής, εκκεντρικός)


  • γκράφιτι graffiti
  • γουόκμαν walkman
  • ζάπινγκ zapping < zap (= κινούμαι ξαφνικά με ταχύτητα)
  • θρίλερ thriller
  • κάμπινγκ camping
  • καφετέρια cafeteria < ισπανοαμερικανικό cafeteria
  • κλαμπ club
  • κλόουν clown
  • κουίζ quiz
  • λούνα παρκ luna park, από το όνομα Luna Park στο Coney Island του Brooklyn της Νέας Υόρκης
  • μπανγκαλόου bungalow < ινδικό bangla
  • μπαρ bar (= αναψυκτήριο)
  • μπάρμαν barman
  • μπούμερανγκ boomerang, λέξη αβοριγινικής προέλευσης
  • νάιτ κλαμπ night club (= νυχτερινή λέσχη)
  • παμπ pub
  • πάρτι party < partie (= μερίδιο, μέρος)

party

  • ρεσιτάλ recital < λατινικό recito (= διαβάζω)
  • ροκ rock
  • ροκ εντ ρολ rock ’n’ roll
  • σασπένς suspense (= εκκρεμότητα, αβεβαιότητα, αγωνία) < λατινικό suspendo (= κρεμώ)
  • σίριαλ serial < series < λατινικό series (= σειρά, ειρμός, συνέχεια)
  • σόου show < show (= δείχνω)
  • σταρ star (= αστέρας)
  • τρέιλερ trailer
  • φιλμ film (= μεμβράνη)
  • χιούμορ humor (= κέφι) < λατινικό humor (= υγρό, χυμός)
  • χόμπι hobby


  • μπικίνι bikini, από το όνομα του νησιού Bikini στον Ειρηνικό, επειδή όταν πρωτοεμφανίστηκε θεωρήθηκε τόσο τολμηρό που συνδυάστηκε με τις δοκιμαστικές εκρήξεις ατομικής βόμβας που είχαν πραγματοποιηθεί πρόσφατα στο νησί
  • μπλουτζίν blue jean

blue jean

  • πιζάμα pyjama < ινδικό paejamah (= φαρδύ παντελόνι)
  • πουλόβερ pullover < pull over (= τραβώ προς τα πάνω)
  • σμόκιν smoking < smoke (= καπνίζω), επειδή ήταν το σακάκι που φορούσαν για το κάπνισμα μετά το δείπνο
  • σορτς shorts < short (= κοντός)
  • τζάκετ jacket
  • φούτερ footer


  • ταμπού taboo < πολυνησιακό tabou (= απαγορευμένος)
  • φλερτ flirt < γαλλικό fleurette (= ερωτικό ποίημα)


  • αλιγάτορας alligator < ισπανικό el lagarto ή al lagarto (= σαύρα) < λατινικό ille (= εκείνος) + lacertus ή lacerta (= σαύρα)
  • άλμπατρος albatross
  • ζέβρα zebra < ισπανικό και πορτογαλικό zebro ή zebra
  • ιαγουάρος jaguar < ινδιάνικο jaguara
  • καγκουρό kangaroo < αβοριγινό ka gouro (= δεν ξέρω), επειδή έτσι απάντησε Αυστραλός ιθαγενής στην ερώτηση του εξερευνητή James Cook πώς λένε το πρωτόγνωρο για εκείνον ζώο

kangaroo

  • κοάλα koala < αβοριγινό koala
  • κογιότ coyote < ινδιάνικο coyotl
  • κόνδορας condor < ισπανικό condor < ινδιάνικο kuntur
  • μπουλντόγκ bulldog < bull (= ταύρος) + dog (= σκύλος)
  • πούμα puma < ισπανικό puma (ινδιάνικη λέξη)
  • φάρμα farm
  • χιμπατζής chimpanzee < κονγκολέζικο chimpenzi ή kimpenzi


  • γιοτ yacht
  • γουίντ σέρφινγκ wind surfing
  • προπέλα propeller < λατινικό propello (= προωθώ)
  • σέρφινγκ surfing (= κυματοδρομία) < surf (= θραύση κυμάτων)
  • φεριμπότ ferry boat < ferry (= πορθμείο) + boat (= βάρκα)


  • ντραμς drums


  • ινστιτούτο institute < λατινικό institutum < instituo (= ιδρύω)
  • λίφτινγκ lifting
  • μέικαπ make up (= μακιγιάρομαι)
  • σάουνα sauna < φινλανδικό sauna


  • κοκτέιλ cocktail < cock’s tail (= ουρά πετεινού)
  • ουίσκι whisky < αρχαίο ιρλανδικό uisce bethad < uisce (= νερό) + bethad, γενική του bethu (= ζωή)


  • βεράντα veranda ή verandah < ινδικό varanda
  • μπλέντερ blender
  • πόστερ poster
  • πυρέξ pyrex (εμπορική ονομασία)
  • σαμπουάν shampoo
  • σέικερ shaker < shake (= σείω, κουνώ)
  • χολ hall


  • σουπερμάρκετ supermarket (= υπεραγορά)


  • εξπρές express (= ταχύς)
  • μοτέλ motel < motor hotel < motor (= μηχανή, κινητήρας) + hotel (= ξενοδοχείο)
  • πάρκινγκ parking
  • πούλμαν pullman, από τη φράση pullman car που προέρχεται από το όνομα του Αμερικανού μηχανικού George M. Pullman

pullman

  • σκούτερ scooter < scoot (= φεύγω βιαστικά, τρέχω)
  • τανκς tank < πορτογαλικό tanque που είναι συγκεκομμένος τύπος του estanque < estancar (= σταματώ, ανακόπτω)
  • τζιπ jeep < gee pee, από τα γράμματα g και p που είναι αρχικά των λέξεων general purpose (= γενικός σκοπός, γενική χρήση)
  • τρόλεϊ trolley
  • φλας flash (= λάμψη)
  • φουλάρω < φουλ < full (= γεμίζω, γεμάτος)


  • πλαστελίνη plasteline
  • τεστ test < αρχαίο γαλλικό test (= πήλινη χύτρα αλχημιστών) < λατινικό testum (= κλίβανος, κεραμεικό αγγείο)


  • τσεκ απ check up


  • κέικ cake
  • κέτσαπ ketchup < μαλαϊκό kechup (= πικάντικη σάλτσα για το ψάρι)
  • μπάρμπεκιου barbecue (= σχάρα) < ισπανοαμερικανικό barbacoa
  • μπέικον bacon, λέξη γερμανικής προέλευσης
  • ροσμπίφ roast-beaf (= ψημένο βοδινό)
  • σάντουιτς sandwich, από το όνομα του Άγγλου διπλωμάτη John Montagu, 4ου κόμη της πόλης Sandwich, που το επινόησε

sandwich

  • τοστ toast
  • τσίχλα chicle < ισπανικό chicle
  • φαστ φουντ / φαστφουντάδικο fast food (= γρήγορο φαγητό)
  • χάμπουργκερ hamburger < γερμανικό Hamburger, από το όνομα της γερμανικής πόλης Hamburg (Αμβούργο)


  • δολάριο dollar < αρχαίο γερμανικό daler < Thaler (= τάλιρο)
  • μάρκετινγκ marketing < market < λατινικό mercatus, μετοχή του mercari (= εμπορεύομαι)
  • σπόνσορας sponsor < λατινικό sponsor (= εγγυητής)
  • τσεκ cheque (= επιταγή)


  • αμόκ amok ή amuck < μαλαϊκό amoq (= αυτός που μάχεται σαν τρελός, σε κατάσταση εγκληματικής μανίας)
  • κλομπ club (= ρόπαλο)
  • κόμπλεξ complex < λατινικό complexus (= εναγκαλισμός)
  • λέιζερ laser, αρκτικόλεξο από τη φράση Light Amplification by Stimulated Emission of Radiation (= ενίσχυση φωτός με εξαναγκασμένη εκπομπή ακτινοβολίας)
  • μπλόφα bluff < γερμανικό bluffen
  • νάιλον nylon
  • ούφο UFO, αρκτικόλεξο από τη φράση Unidentified Flying Objects (= Άγνωστης Ταυτότητας Ιπτάμενα Αντικείμενα, ΑΤΙΑ)
  • πάνελ panel (= πίνακας)
  • ραντάρ radar, αρκτικόλεξο από τη φράση RAdio Detection And Ranging (= ραδιοφωνική επισήμανση και εμβέλεια)
  • σελφ σέρβις self-service
  • σετ set
  • σλόγκαν slogan < κέλτικο sluagh-ghairm (= κραυγή στρατιωτών)
  • σούπερ super
  • σπέσιαλ special
  • στάνταρ standard (= τύπος)
  • στοκ stock
  • στρες stress
  • τσεκάρω check (= ελέγχω)


ΕΙΚΟΝΕΣ: pixels.com, alrasub.com, patrasevents.gr, fpanimazione.it, wallpapersafari.com, milosbuservices.gr, seznamte.se

2 σχόλια:

Unknown είπε...

Φοβερή δουλειά Μπράβο σας

δάσκαλος98 είπε...

Ήταν κουραστικό αλλά άξιζε τον κόπο. Να 'στε καλά! :))

Διαβάστηκαν περισσότερο την τελευταία εβδομάδα