14 Δεκ 2011

Τούρκικες λέξεις που λέμε καθημερινά

Από την Connie11
Μαθήτρια της έκτης τάξης

Γ
  • ΓΙΑΚΑΣ (περιλαίμιο)
  • ΓΙΑΟΥΡΤΙ (πηγμένο γάλα)
  • ΓΙΑΠΙ (οικοδομή)
  • ΓΙΝΑΤΙ (πείσμα)
  • ΓΙΟΥΡΟΥΣΙ (επίθεση)
  • ΓΚΕΜΙ (χαλινάρι)
  • ΓΛΕΝΤΙ (διασκέδαση)
  • ΓΟΥΡΙ (τύχη)
  • ΓΡΟΥΣΟΥΖΗΣ (κακότυχος)

Ε
  • ΕΡΓΕΝΗΣ (άγαμος)

Ζ
  • ΖΑΜΑΝΙΑ (μεγάλο χρονικό διάστημα)
  • ΖΑΡΖΑΒΑΤΙΚΑ (λαχανικά)
  • ΖΟΡΙ (δυσκολία)
  • ΖΟΥΜΠΟΥΛΙ (υάκινθος)

Κ
  • ΚΑΒΓΑΣ (φιλονικία)
  • ΚΑΒΟΥΚΙ (καύκαλο)
  • ΚΑΒΟΥΡΔΙΖΩ (φρυγανίζω, ξεροψήνω)
  • ΚΑΖΑΝΙ (λέβητας)
  • ΚΑΪΚΙ (βάρκα)
  • ΚΑΛΕΜΙ (γραφίδα)
  • ΚΑΛΟΥΠΙ (μήτρα, πρότυπο)
  • ΚΑΠΑΚΙ (σκέπασμα, κάλυμμα)
  • ΚΑΡΑΟΥΛΙ (φρουρά, σκοπιά)
  • ΚΑΡΠΟΥΖΙ (υδροπέπων)
  • ΚΑΣΜΑΣ (αξίνα, σκαπάνη)
  • ΚΑΤΣΙΚΑ (ερίφι, γίδα)
  • ΚΑΦΑΣΙ (κιβώτιο)
  • ΚΕΛΕΠΟΥΡΙ (ανέλπιστο εύρημα)
  • ΚΕΦΙ (ευδιαθεσία)
  • ΚΙΜΑΣ (ψιλοκομμένο κρέας)
  • ΚΙΟΣΚΙ (περίπτερο)
  • ΚΟΤΣΑΝΙ (μίσχος)
  • ΚΟΤΣΙ (αστράγαλος)
  • ΚΟΥΒΑΡΝΤΑΣ (γενναιόδωρος, ανοιχτοχέρης)
  • ΚΟΥΒΑΣ (κάδος, αγγείο)
  • ΚΟΥΜΠΑΡΑΣ (δοχείο χρημάτων)
  • ΚΟΥΣΟΥΡΙ (ελάττωμα, μειονέκτημα)
  • ΚΟΥΤΟΥΡΟΥ (ασύνετα, απερίσκεπτα)

Λ
  • ΛΑΓΟΥΜΙ (υπόνομος, οχετός)
  • ΛΑΠΑΣ (χυλός)
  • ΛΕΒΕΝΤΗΣ (ανδρείος, ευσταλής)
  • ΛΕΚΕΣ (κηλίδα)
  • ΛΕΛΕΚΙ (πελαργός)
  • ΛΟΥΚΙ (υδροσωλήνας)

Μ
  • ΜΑΓΙΑ (προζύμι, ζυθοζύμη)
  • ΜΑΓΚΟΥΦΗΣ (έρημος)
  • ΜΑΪΝΤΑΝΟΣ (πετροσέλινο, μακεδονήσι)
  • ΜΑΝΑΒΗΣ (οπωροπώλης)
  • ΜΑΟΥΝΑ (φορτηγίδα)
  • ΜΑΡΑΦΕΤΙ (μικρό εργαλείο)
  • ΜΕΖΕΣ (ορεκτικό)
  • ΜΕΛΤΕΜΙ (άνεμος ετησίας)
  • ΜΕΝΕΞΕΣ (εύοσμο λουλούδι)
  • ΜΕΡΑΚΙ (πόθος)
  • ΜΕΡΕΜΕΤΙ (επισκευή, επιδιόρθωση)
  • ΜΟΥΣΑΜΑΣ (κερωμένο, αδιάβροχο ύφασμα)
  • ΜΟΥΣΑΦΙΡΗΣ (φιλοξενούμενος, επισκέπτης)
  • ΜΠΑΓΙΑΤΙΚΟ (μη νωπό)
  • ΜΠΑΓΛΑΡΩΝΩ (δένω, φυλακίζω)
  • ΜΠΑΪΡΑΚΙ (σημαία)
  • ΜΠΑΚΑΛΗΣ (παντοπώλης)
  • ΜΠΑΜΙΑ (ιβίσκος ο εδώδιμος)
  • ΜΠΑΜΠΑΛΗΣ (ο πολύ γέρος)
  • ΜΠΑΜΠΑΣ (πατέρας)
  • ΜΠΑΞΕΣ (περιβόλι, κήπος)
  • ΜΠΑΡΟΥΤΙ (πυρίτιδα)
  • ΜΠΑΤΖΑΚΙ (κνήμη, σκέλη)
  • ΜΠΑΤΖΑΝΑΚΗΣ (σύγαμπρος)
  • ΜΠΑΤΙΡΙΣΑ (πτωχεύω, χρεοκοπώ)
  • ΜΠΑΧΑΡΙΚΟ (αρωματικό άρτυμα)
  • ΜΠΕΚΡΗΣ (μέθυσος)
  • ΜΠΕΛΑΣ (ενόχληση)
  • ΜΠΟΓΙΑ (βαφή, χρώμα)
  • ΜΠΟΓΙΑΤΖΗΣ (ελαιοχρωματιστής)
  • ΜΠΟΪ (ανάστημα, ύψος)
  • ΜΠΟΛΙΚΟΣ (άφθονος)
  • ΜΠΟΡΑ (καταιγίδα)
  • ΜΠΟΣΤΑΝΙ (λαχανόκηπος)
  • ΜΠΟΥΖΙ (πάγος, ψύχρα)
  • ΜΠΟΥΛΟΥΚΙ (στίφος, άτακτο πλήθος)
  • ΜΠΟΥΛΟΥΚΟΣ (καλοθρεμμένος, παχουλός)
  • ΜΠΟΥΝΤΑΛΑΣ (κουτός, ανόητος)
  • ΜΠΟΥΝΤΡΟΥΜΙ (φυλακή)
  • ΜΠΟΥΡΙ (καπνοσωλήνας)
  • ΜΠΟΥΤΙ (μηρός)
  • ΜΠΟΥΧΤΙΣΜΑ (κορεσμός)

Ν
  • ΝΑΖΙ (κάμωμα, φιλαρέσκεια)
  • ΝΤΑΒΑΝΤΟΥΡΙ (σύγχυση)
  • ΝΤΑΜΑΡΙ (φλέβα, λατομείο)
  • ΝΤΑΜΠΛΑΣ (αποπληξία)
  • ΝΤΑΝΤΑ (παραμάνα, τροφός)
  • ΝΤΑΡΑΒΕΡΙ (συναλλαγή, αγοραπωλησία)
  • ΝΤΕΛΑΛΗΣ (διαλαλητής)
  • ΝΤΕΛΗΣ (παράφρονας)
  • ΝΤΕΡΤΙ (καημός)
  • ΝΤΙΒΑΝΙ (κρεβάτι)
  • ΝΤΙΠ ΓΙΑ ΝΤΙΠ (ολωσδιόλου)
  • ΝΤΟΥΒΑΡΙ (τοίχος)
  • ΝΤΟΥΛΑΠΙ (ιματιοθήκη)
  • ΝΤΟΥΜΑΝΙ (καταχνιά, καπνός)
  • ΝΤΟΥΝΙΑΣ (κόσμος, ανθρωπότητα)

Π
  • ΠΑΖΑΡΙ (αγορά, διαπραγμάτευση)
  • ΠΑΝΤΖΑΡΙ (κοκκινογούλι, τεύτλο)
  • ΠΑΝΤΖΟΥΡΙ (παραθυρόφυλλο)
  • ΠΑΠΟΥΤΣΙ (υπόδημα)
  • ΠΕΡΒΑΖΙ (πλαίσιο θυρών)
  • ΠΙΛΑΦΙ (ρύζι)

Σ
  • ΣΑΪΝΙ (ευφυής)
  • ΣΑΚΑΤΗΣ (ανάπηρος)
  • ΣΑΜΑΤΑΣ (θόρυβος)
  • ΣΕΝΤΟΥΚΙ (κιβώτιο)
  • ΣΙΝΤΡΙΒΑΝΙ (πίδακας)
  • ΣΙΡΟΠΙ (πυκνόρρευστο διάλυμα ζάχαρης)
  • ΣΟΒΑΣ (ασβεστοκονίαμα)
  • ΣΟΪ (καταγωγή, γένος)
  • ΣΟΚΑΚΙ (δρόμος)
  • ΣΟΜΠΑ (θερμάστρα)
  • ΣΟΥΓΙΑΣ (μαχαιράκι)
  • ΣΟΥΛΟΥΠΙ (μορφή, σχήμα)

Τ
  • ΤΑΒΑΝΙ (οροφή)
  • ΤΑΜΠΛΑΣ (αποπληξία, συγκοπή)
  • TΕΜΠΕΛΗΣ (οκνηρός, ακαμάτης)
  • ΤΑΠΙ (χωρίς χρήματα)
  • ΤΑΡΑΜΑΣ (αυγοτάραχο)
  • ΤΑΣΑΚΙ (σταχτοδοχείο)
  • ΤΑΧΙΝΙ (αλεσμένο σουσάμι)
  • ΤΑΨΙ (μαγειρικό σκεύος)
  • ΤΕΝΕΚΕΣ (δοχείο)
  • ΤΕΦΤΕΡΙ (κατάστιχο)
  • ΤΖΑΚΙ (παραγώνι)
  • ΤΖΑΜΙ (υαλοπίνακας, γυαλί)
  • ΤΖΑΝΑΜΠΕΤΗΣ (κακότροπος, δύστροπος)
  • ΤΟΠΙ (σφαίρα)
  • ΤΟΥΛΟΥΜΙ (ασκός)
  • ΤΟΥΛΟΥΜΠΑ (αντλία)
  • ΤΟΥΜΠΕΚΙ (σιωπή)
  • ΤΣΑΚΑΛΙ (θως)
  • ΤΣΑΚΙΡΗΣ (γαλανομάτης)
  • ΤΣΑΚΜΑΚΙ (αναπτήρας)
  • ΤΣΑΜΠΑ (δωρεάν)
  • ΤΣΑΝΤΑ (δερμάτινη θήκη)
  • ΤΣΑΤΙΖΩ (εξοργίζω, προσβάλλω)
  • ΤΣΑΝΤΙΡΙ (σκηνή)
  • ΤΣΑΠΑΤΣΟΥΛΗΣ (ανοικοκύρευτος, άτσαλος)
  • ΤΣΑΡΚΑ (επιδρομή, περιπλάνηση)
  • ΤΣΑΧΠΙΝΗΣ (κατεργάρης, πονηρός)
  • ΤΣΕΠΗ (θυλάκιο)
  • ΤΣΙΓΚΕΛΙ (αρπάγη, σιδερένιο άγκιστρο)
  • ΤΣΙΜΠΟΥΚΙ (καπνοσύριγγα)
  • ΤΣΙΡΑΚΙ (ακόλουθος)
  • ΤΣΙΣΑ (ούρα)
  • ΤΣΙΦΟΥΤΗΣ/ΤΣΙΓΚΟΥΝΗΣ (φιλάργυρος)
  • ΤΣΙΦΤΗΣ (άψογος, ικανός)
  • ΤΣΟΓΛΑΝΙ (νέος)
  • ΤΣΟΜΠΑΝΗΣ/ΤΣΟΠΑΝΗΣ (βοσκός, ποιμένας)
  • ΤΣΟΥΒΑΛΙ (σακί)
  • ΤΣΟΥΛΟΥΦΙ (δέσμη μαλλιών)

Φ
  • ΦΑΡΑΣΙ (φτυάρι, σκουπιδολόγος)
  • ΦΑΡΣΙ (τέλεια, άπταιστα)
  • ΦΙΣΤΙΚΙ (πιστάκη)
  • ΦΛΙΤΖΑΝΙ (κύπελλο)
  • ΦΟΥΚΑΡΑΣ (κακομοίρης, άθλιος)
  • ΦΟΥΝΤΟΥΚΙ (λεπτοκάρυο, λευτόκαρο)
  • ΦΡΑΝΤΖΟΛΑ (ψωμί)
  • ΦΥΝΤΑΝΙ (φυτώριο)
  • ΦΥΤΙΛΙ (θρυαλλίδα)

Χ
  • ΧΑΒΑΣ (μουσικός σκοπός)
  • ΧΑΖΙ (ευχαρίστηση)
  • ΧΑΛΑΛΙΖΩ (συγχωρώ)
  • ΧΑΛΙ (άθλιο)
  • ΧΑΛΙ (τάπητας)
  • ΧΑΛΚΑΣ (κρίκος)
  • ΧΑΜΑΛΗΣ (αχθοφόρος)
  • ΧΑΜΠΑΡΙΑ (αγγελία, νέα)
  • ΧΑΠΙ (καταπότι)
  • ΧΑΡΑΜΙ (άδικα)
  • ΧΑΡΜΑΝΗΣ (χασισοπότης)
  • ΧΑΡΤΖΙΛΙΚΙ (μικρό χρηματικό ποσό)
  • ΧΑΣΑΠΙΚΟ (κρεοπωλείο)
  • ΧΑΤΙΡΙ (χάρη)
  • ΧΑΦΙΕΣ (καταδότης)
  • ΧΟΥΖΟΥΡΕΜΑ (ανάπαυση)
  • ΧΟΥΙ (ιδιοτροπία)
  • ΧΟΥΝΕΡΙ (πάθημα, εξαπάτηση)

Λεξιλόγιο
ΠΗΓΗ: ;

Διαβάστηκαν περισσότερο την τελευταία εβδομάδα